- Ντεμπισί, Κλοντ
- (Achille Claude Debussy, Σεν-Ζερμέν-αν-Λε 1862 – Παρίσι 1918). Γάλλος συνθέτης. Μπήκε στο Ωδείο του Παρισιού το 1873, με την επιμονή μιας παλιάς μαθήτριας του Σοπέν, η οποία διαισθάνθηκε το μουσικό ταλέντο του μικρού και έπεισε την οικογένειά του να το καλλιεργήσει. Η επαναστατική μουσική του τάση, ερχόμενη σε αντίθεση προς την άκαμπτη σχολαστικότητα των δασκάλων του (μεταξύ των οποίων ο Αλεξάντρ Λαβινιάκ, ο Αντουάν-Φρανσουά Μαρμοντέλ και ο Ερνέστ Γκιρό), δεν τον εμπόδισε να κερδίσει το 1884 το βραβείο της Ρώμης, με την καντάτα του Ο άσωτος Υιός. Ο σημαντικότερος όμως καρπός της παραμονής του στη Ρώμη υπήρξε η Damoiselle elue, την οποία συνέθεσε σε κείμενο του Ντάντε Γκαμπριέλε Ροσέτι και η οποία απηχεί τις προτιμήσεις της εποχής. Το 1887 επέστρεψε στο Παρίσι και για περίοδο σύχναζε στον κύκλο του Μαλαρμέ, μοιράζοντας τις προτιμήσεις του μεταξύ του Βάγκνερ και του λεπτότατου ποιητικού κλίματος που τον απορροφούσε. Την ίδια εποχή, με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Έκθεσης των Παρισίων, γνώρισε απευθείας τη μουσική και τις ορχήστρες της Ιάβας. Η εμπειρία αυτή, μαζί μ’ εκείνη της ρωσικής μουσικής, που απέκτησε στη Μόσχα όπου πήγε το 1884, επηρέασαν σημαντικά την καλλιτεχνική του διαμόρφωση. Κατόπιν, ο Ν. αποσπάστηκε από τον βαγκνερισμό των παρισινών συμβολιστών και εμφανίστηκε ως ριζικός ανακαινιστής της μουσικής του 20ού αι. Προσανατολισμένος ακόμα και στον δρόμο της μουσικής του Μουσόργκσκι, πλούσιας, μεταξύ άλλων, από τους μουσικούς θησαυρούς του γρηγοριανού μέλους της εποχής του Βυζαντίου, βάλθηκε, με την απληστία της νεότητας, να εξερευνήσει συστηματικά και με επιστημονικό πνεύμα το βασίλειο των ήχων, αντικρύζοντάς το ως απλό ακουστικό φαινόμενο. Οι συγχορδίες του παρουσιάζονται τώρα σχεδόν στερημένες τονικής λειτουργίας: ο σχηματισμός της κλίμακας από ολόκληρους τόνους (εξαφωνία) περιλαμβάνει στην πραγματικότητα την ανάπτυξη των συγχορδιών, που εξωτερικά πια μόνο αντιστοιχούν σε μερικές συγχορδίες της παραδοσιακής αρμονίας.
Η όπερα Πελλέας και Μελισάνθη –μοναδικό μελοδραματικό παράδειγμα σε ολόκληρο το έργο του συνθέτη– ανεβάστηκε στην Opera Comique το 1902, σε κείμενο του Μορίς Μέτερλινκ, ο οποίος, όπως είναι γνωστό, αποδοκίμασε δημόσια τη μουσική που γράφτηκε για το δράμα του. Η πολυρρυθμία και οι συχνές και ελεύθερες εναλλαγές των δισήμων και τρισήμων προσδίδουν στο έργο αυτό, που στην πραγματικότητα είναι θεμελιώδες για τη μουσική εξέλιξη του θεάτρου, δυσάρμονες και θαυμάσιες παρορμήσεις. Οι διάφωνες αρμονίες δεν λύνονται πια κατά τον αρμονικό παραδοσιακό τρόπο· σε μια ηχητικότητα, χρωματισμένη με ελαφρά τίμπρα, οι παράλληλες συγχορδίες αγγίζουν, περνώντας από την τονική ρομαντική στην πολυτονική γλώσσα πρώτα, και κατόπιν στην ατονική. Το έργο αποδοκιμάστηκε στην αρχή και μόνο αργότερα κατόρθωσε να καταλάβει τη θέση που του ανήκε στην ιστορία της μουσικής. Στην ίδια περίοδο της όπερας αυτής ανήκουν τα προηγούμενα έργα του: Πρελούντιο στο απόγευμα ενός φαύνου (1892), Νυχτερινά (1897-99), Τα τραγούδια της Βιλιτώς (1898). Μια νέα μορφή λυρικής τέχνης είχε εγκαινιαστεί, ένα αδιάκοπο ρετσιτατίβο, υποβασταζόμενο με λιτότητα από την ορχήστρα, προσαρμοσμένο στη γαλλική προσωδία, η οποία προέβαλλε εξαιρετικά τα μουσικά της προτερήματα. Σε αυτήν τη νέα αρμονική βάση, που δεν μπορεί να περιοριστεί στο κλίμα της ιμπρεσιονιστικής μόνο κίνησης, ο Ν. συνέθεσε τη Θάλασσα (1905) και τα Τρία νυχτερινά για ορχήστρα (1899). Συνεργάστηκε δραστήρια ως κριτικός σε περιοδικά κυρίως λογοτεχνικά, συγκεντρώνοντας αργότερα τα δοκίμιά του σ’ έναν τόμο, με τον τίτλο Ο αντιντιλετάντης κύριος Κρος. Αργότερα, διάφορες δυσκολίες εξωμουσικές, μεταξύ των οποίων και η οδυνηρή αρρώστιά του, επιβράδυναν τον ρυθμό της παραγωγής του. Η μεγάλη τραγωδία του A’ Παγκοσμίου πόλεμου έδωσε μεγαλύτερη δραματικότητα και κατήφεια στα έργα αυτής της περιόδου, Εικόνες (1909), τη μουσική για Το μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού (1911) του Ντ’ Ανούντσιο, τη μουσική για το μπαλέτο Παιχνίδια του Ντιαγκίλεφ, τους δύο τόμους των Πρελούδιων για πιάνο, τις σονάτες, τη σουίτα Σε άσπρο και μαύρο για δύο πιάνα, τις Έξι αρχαίες επιγραφές. Πέθανε από καρκίνο στις 25 Μαρτίου 1918. Με τις τελευταίες του συνθέσεις έφτασε στην τεχνική τελειότητα και ελαστικότητα του νέου ντεμπυσιανικού ύφους, το οποίο αποκαλύπτεται ως μια έξοχη ομολογία πνευματικής ελευθερίας, πραγματοποιημένης με τη θέληση να απολυτρώσει τη μουσική από οτιδήποτε ξένο προς τις ίδιες της τις διαστάσεις που της είχε επιβάλει η μεταρομαντική παράδοση.
Ο Κλωντ Ντεμπυσί στο πιάνο, στο σπίτι του Ερνέστ Σοσόν (1893) (Βιβλιοθήκη του Ζερμέν-αν-Λε).
Προσωπογραφία του Ντεμπυσί, του Μαρσέλ Μπασέ (Μουσείο Βερσαλλιών).
Dictionary of Greek. 2013.